- υποκαταβαίνω
- ΜΑ [καταβαίνω]μσν.(η μτχ. αρσ. αορ. β') ὑποκαταβάς(με σημ. επιρρ.) αμέσως παρακάτω («διόπερ ὑπερκαταβὰς ἔφη», Ευστ.)αρχ.1. κατεβαίνω σιγά σιγά ή κατεβαίνω κρυφά2. κατέρχομαι κάπως («καὶ αὐτὸς μὲν ἐν τῷ πεδίῳ ὑποκαταβὰς ἐσκήνου», Ξεν.)3. ιατρ. α) χαλαρώνω θεραπευτική αγωγήβ) (για νόσο) εμφανίζομαι πάλι μετά από μικρό διάλειμμα4. εγκαθίσταμαι σε έναν τόπο5. εκκλ. μτφ. γίνομαι αιρετικός.
Dictionary of Greek. 2013.